- μισόκλειστος
- -η, -ομισάνοιχτος, όχι εντελώς κλεισμένος: Από τη μισόκλειστη πόρτα έμπαινε αέρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μισόκλειστος — η, ο [μισοκλείνω] κλεισμένος κατά το ήμισυ, όχι εντελώς κλεισμένος … Dictionary of Greek
ανακουφωτός — ή, ό [ανακουφώνω] 1. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή, που σχηματίζει κενό από κάτω ή αναμεταξύ 2. (για το ψωμί) αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος, γειρτός 4.… … Dictionary of Greek
γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος … Dictionary of Greek
γυρτός — και γειρτός και γιρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος 2. επικλινής 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ , έγειρα, αόρ. τού γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με… … Dictionary of Greek
ημίκλειστος — η, ο (Α ἡμίκλειστος, ον) μισόκλειστος, μισοκλεισμένος … Dictionary of Greek
ανακουφωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο λίγο φουσκωμένος ή υψωμένος, ώστε να είναι αποκάτω κούφιος: Είχε βάλει τα δεμάτια του σταριού ανακουφωτά για να αερίζονται. 2. (για πόρτες και παράθυρα), ο μισόκλειστος: Τη νύχτα αφήναμε τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς μας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερτός — γερτός, ή, ό και γειρτός, ή, ό επίρρ. ά 1. ο γερμένος, αυτός που έχει κλίση προς μια κατεύθυνση: Ο φράχτης είναι γερτός. 2. σκυφτός: Περπατάει πάντα γερτός. 3. μισόκλειστος: Άφησα το παράθυρο γερτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)